Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Αντικείμενο: Μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα, μονόπτωτα και δίπτωτα (Ν.Γλώσσα, Ενότητα 4)

Μεταβατικά: τα ενεργητικά ρήματα που η ενέργειά τους μεταβαίνει σε κάτι άλλο (στο αντικείμενο)
π.χ. οργώνει το χωράφι, διαβάζει το βιβλίο, ανοίγει την πόρτα
Αμετάβατα: τα ενεργητικά ρήματα που η ενέργειά τους δε μεταβαίνει πουθενά.
π.χ. ο ήλιος λάμπει
Πολλά μεταβατικά χρησιμοποιούνται και ως αμετάβατα και το αντίστροφο, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
π.χ. κλείσε τα μάτια (μεταβατικό) - η συμφωνία έκλεισε (αμετάβατο)

Μονόπτωτα: όταν έχουν ένα αντικείμενο (κάνουμε μια ερώτηση για να το βρούμε)
  • το εξωτερικό: σε αιτιατική (συνήθως) ή σε γενική /εμπρόθετο
π.χ. Διάβασα το κείμενο, τα σχόλια, τις εργασίες και την ανακεφαλαίωση του βιβλίου.
(το ρήμα έχει 4 αντικείμενα στην ίδια πτώση - αιτιατική / για να τα βρω έκανα μια ερώτηση: τι διάβασα;)

Μοιάζει του πατέρα του / στον πατέρα του / με τον πατέρα του  (αντικείμενο σε γενική/εμπρόθετο)  
Οι ενέργειες αυτές άπτονται των δικαιωμάτων του (γενική).
  •  εσωτερικό ή σύστοιχο αντικείμενο: όταν προέρχεται από την ίδια ρίζα από την οποία προέρχεται και το ρήμα.
π.χ. Ζει τη ζωή του αυτός!  Γράψε ένα γράμμαΧόρεψε πολλούς χορούςΣχεδίασα πολύ όμορφα σχέδιαΠαίζουν ένα καινούριο παιχνίδι.

Δίπτωτα: όταν έχουν δύο αντικείμενα (κάνουμε δύο ερωτήσεις για να τα βρούμε)
π.χ. Μου έδωσε ένα τετράδιο και ένα μολύβι.
(το ρήμα έχει ένα αντικείμενο σε γενική -μου- και δύο αντικείμενα σε αιτιατική -τετράδιο και μολύβι / για να τα βρω έκανα δύο ερωτήσεις: σε ποιον έδωσε; τι έδωσε; )

  •   συντάσσονται με αιτιατική (άμεσο) και γενική  ή εμπρόθετο αντικείμενο (έμμεσο)
π.χ. Μου έδωσε το μισθό μου ή έδωσε σ' εμένα το μισθό μου
μου/σ' εμένα: έμμεσο, το μισθό: άμεσο

  • μπορεί επίσης στη θέση της αιτιατικής να έχουμε πρόταση:
π.χ. Μου (έμμεσο)  είπε να πάμε βόλτα (άμεσο)
       Μου (έμμεσο) είπε ότι θα φύγει (άμεσο)


  •   συντάσσονται με δύο αιτιατικές, το άμεσο είναι το πρόσωπο ή το προσωποποιημένο πράγμα ή το έμψυχο.  π.χ. Με (άμεσο)  τάιζε κρέας (έμμεσο).

  • αυτή η αιτιατική είναι το έμμεσο, μόνο αν μπορεί να αντικατασταθεί από εμπρόθετο.
π.χ. Ο Γιάννης διδάσκει τον Πέτρο (έμμεσο)  χορό (άμεσο) - ο Γιάννης διδάσκει στον Πέτρο (έμμεσο) χορό (άμεσο) 

  • όταν και οι δύο αιτιατικές δηλώνουν πράγμα, τότε έμμεσο είναι αυτή που μπορεί να αντικατασταθεί από εμπρόθετο.
π.χ. Γέμισα το βιβλίο (άμεσο) σημειώσεις (έμμεσο) 
[γέμισα το βιβλίο (άμεσο) με σημειώσεις (εμπρόθετο, έμμεσο)]
         Φόρτωσαν το φορτηγό (άμεσο) τούβλα (έμμεσο/με τούβλα)






Προσοχή: Δεν πρέπει να συγχέουμε το αντικείμενο σε γενική με τη γενική προσωπική (σε αυτή δε μεταβαίνει καμιά ενέργεια του υποκειμένου)
Γενική προσωπική: 
Είναι γενική ονόματος προσώπου ή συνήθως προσωπικής αντωνυμίας που συνάπτεται με απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις ή ακόμα και με αμετάβατα ή και με μεταβατικά ρήματα, των οποίων όμως δεν μπορεί να είναι αντικείμενο, και φανερώνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η έννοια του ρήματος.  Αυτό το πρόσωπο συμμετέχει σε ό,τι εκφράζει το ρήμα ή δέχεται ωφέλεια ή βλάβη από αυτό που σημαίνει η πρόταση.
π.χ. Μου ειναι αδύνατο να το κάνω αυτό
       Σου χαιδεύει το κεφάλι
      Θα σου τον περιποιηθώ εγώ.
      Σου είναι δύσκολο να κάνεις ησυχία; 
      Να μου φιλήσεις τον ανιψιό μου! 


Κατηγορούμενο του αντικειμένου
Σε κάποιες περιπτώσεις ένα ρήμα (θεωρώ, ορίζω, ανακηρύσσω, ονομάζω, εκλέγω, διορίζω, παρουσιάζω κλπ) συντάσσεται με δυο αιτιατικές και δεν είναι και οι δύο αντικείμενα (άμεσο-έμμεσο) αλλά η μια είναι αντικείμενο και η άλλη κατηγορούμενο του αντικειμένου:
π.χ. Θα ορίσουμε εσένα επιμελητή
εσένα: αντικείμενο, επιμελητή: κατηγορούμενο στο εσένα
[Αν μετατρέψω την ενεργητική σύνταξη σε παθητική θα διαπιστώσω ότι η μια αιτιατική-το αντικείμενο- θα γίνει υποκείμενο και η άλλη αιτιατική κατηγορούμενο στο υποκείμενο: Θα οριστείς (εσυ:υποκ) επιμελητής (κατηγορούμενο στο εσύ)]

Πηγή: Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β' Γ' Γυμνασίου, Σωφρόνης Χατζησαββίδης - Αθανασία Χατζησαββίδου, ΟΕΔΒ
Βιβλίο εκπαιδευτικού Νεοελληνικής  Γλώσσας Β Γυμνασίου, Μαρία Γαβριηλίδου, Παναγιώτης Εμμανουηλίδης, Έλλη-Πετρίδου Εμμανουηλίδου, ΟΕΔΒ

Μένης Κουμανταρέας, μια παρουσίαση


Μένης Κουμανταρέας from Matoula Mk


   Απολογισμό μιας ολόκληρης ζωής έκανε ο Μένης Κουμανταρέας στο κύκνειο άσμα του, το μυθιστόρημα «Ο θησαυρός του χρόνου», που κυκλοφόρησε λίγο πριν από τη δολοφονία του.  Κέντρο της αφήγησης αποτελεί ο θάνατος της γυναίκας του συγγραφέα, πιστής συντρόφου του επί πολλές δεκαετίες.


     Ξεκινώντας από τις δύσκολες ημέρες της αρρώστιας της, πρώτα στο σπίτι και κατόπιν στο νοσοκομείο (όπου και άφησε την τελευταία της πνοή), ο Κουμανταρέας θα ανατρέξει στα νεανικά τους χρόνια και στον χώρο της γνωριμίας τους, που ήταν ένα γραφείο ασφαλίσεων στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950. Το προσωπικό χρονικό του Κουμανταρέα δεν διαθέτει ενότητα και συνέχεια χρόνου: ο αφηγητής μετακινείται αδιάκοπα από το παρόν προς το παρελθόν και τανάπαλιν και δεν καλύπτει τα στάδια που μεσολαβούν ανάμεσα στη νιότη και τα γηρατειά. Έτσι, τον παρακολουθούμε είτε ως νεαρό υπάλληλο και εκκολαπτόμενο καλλιτέχνη, που δυσφορεί με τη γραφειοκρατική ρουτίνα της καθημερινής υπηρεσίας, είτε ως ώριμο συγγραφέα, που έχει καταξιωθεί μεταξύ των αναγνωστών και των μελών της λογοτεχνικής συντεχνίας, αλλά δεν έχει κατορθώσει να εξισορροπήσει την ερωτική του ζωή.


Ο Μένης Κουμανταρέας στο βιβλίο του  Δημοσθένη Κούρτοβικ, "Έλληνες Μεταπολεμικοί συγγραφείς", Αθήνα, Πατάκης, 1995, 1999
 
Ο Μένης Κουμανταρέας θεωρείται ο κατ' εξοχήν  εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού στην ελληνική πεζογραφία, μολονότι υπάρχει επίσης στο έργο του - και μάλιστα δεσπόζει στα όψιμα κείμενά του - μια ποιητικότερη συνιστώσα, μια ελεγειακή διάθεση, που αναφέρεται στη φθορά της νεότητας και του κάλλους. Τα δύο στοιχεία διακρίνονται καθαρά ήδη στο πρώτο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Τα μηχανάκια (1962). Οι ήρωες αυτών των διηγημάτων, με τους οποίους ο συγγραφέας φαίνεται να ταυτίζεται, είναι έφηβοι της δεκαετίας του 1950, που μαραζώνουν μέσα στην ασχήμια και τη βαρβαρότητα της ελληνικής μικροαστικής κοινωνίας. Στο επόμενο βιβλίο του Κουμανταρέα, τη συλλογή διηγημάτων Το αρμένισμα (1967), η κριτική του ελληνικού μικροαστισμού ασκείται μέσω της παρωδίας, ιδιαίτερα στο διήγημα "Οι γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας", που στον καιρό της δικτατορίας των συνταγματαρχών κατηγορήθηκε ως άσεμνο και ο συγγραφέας του οδηγήθηκε στα δικαστήρια (όπου αθωώθηκε).

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Μαρία Ιορδανίδου, Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας. Μονοκατοικία ...εναντίον πολυκατοικίας

Τα υπέρ και τα κατά μιας μονοκατοικίας
Με μια πρώτη σκέψη η μονοκατοικία δείχνει να είναι η καταλληλότερη επιλογή, αφού τις περισσότερες φορές συνεπάγεται και άφθονο χώρο για κήπο, παιχνίδι, μπάρμπεκιου, φυσικά...στάθμευση και πολλά άλλα. Αυτές είναι ανέσεις που μπορεί να προσφέρει αποκλειστικά μια μονοκατοικία και πάντα υπό προϋποθέσεις. Άλλα σημεία στα οποία υπερέχει μια μονοκατοικία είναι το γεγονός ότι περιβάλλεται από καθαρότερο και σίγουρα πιο πράσινο περιβάλλον, καθώς και το ότι οι γείτονες είναι σε τέτοια απόσταση που αποτρέπονται οι συνήθεις παρεξηγήσεις για την απαγόρευση ή μη κατοικιδίων, την ηχορύπανση, την υπερκατανάλωση πετρελαίου κ.λπ.

Μερικά ακόμη προτερήματα της ζωής σε μονοκατοικία είναι τα εξής: ο ιδιοκτήτης είναι ο κύριος του σπιτιού και μπορεί να διαχειριστεί τους χώρους του όπως ακριβώς θέλει, χωρίς να αναγκάζεται να συμβιβαστεί και να έρθει σε συμφωνία με κανέναν άλλο, όπως συμβαίνει στις πολυκατοικίες όπου οι περιορισμοί στην διακόσμηση τουλάχιστον των εξωτερικών χώρων (χρωματισμός τοίχων, ανακαίνιση, αλλαγή τεντών κ.λπ.) εξαρτώνται από τη σύμφωνη γνώμη και... ενίοτε την τσέπη όλων των συνιδιοκτητών.

Μαρία Ιορδανίδου, Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας




Σπύρος Βασιλείου
Αθήνα (φωτογραφία)

Ελένη Βουλτσίδου, http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=122487
ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ 
Η ζωή που δεν έζησα...

Μαρία Ιορδανίδου, Βιογραφικές πληροφορίες

Μαρία Ιορδανίδου, 1897(Κωνσταντινούπολη)-1989(Αθήνα)



Από το 1901 ως το 1909 έζησε με τους γονείς της στην Αθήνα, μετά το χωρισμό τους όμως η Μαρία επέστρεψε στη γενέτειρα και γράφτηκε στο εκεί αμερικανικό κολέγιο. 
Από το 1914 ως το 1919 έζησε -εγκλωβισμένη από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τις ταραχές της ρωσικής επανάστασης κατά τη διάρκεια επίσκεψής της σε συγγενείς της στη Ρωσία- στη Μαριούπολη του Καυκάσου. Κατάφερε να επιβιώσει μόνη παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα σε ρωσικό γυμνάσιο.
 

Το 1919 επέστρεψε στην Πόλη και εργάστηκε σε αμερικανική εμπορική εταιρεία.
Το 1920 πήρε μετάθεση για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου,όπου ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους, έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος Αιγύπτου και το 1923 παντρεύτηκε τον εκπαιδευτικό Ιορδάνη Ιορδανίδη. 
Μετά το γάμο της εγκαταστάθηκε με το σύζυγο και τη μητέρα της στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1931 χώρισε από τον Ιορδανίδη, με τον οποίο είχε στο μεταξύ αποκτήσει δυο παιδιά. Το 1939 απολύθηκε από την πρεσβεία και ξανάρχισε να ασχολείται με τα μαθήματα ξένων γλωσσών. 
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καταστράφηκε το σπίτι της και η ίδια διώχτηκε και κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα. Συνεργάστηκε με το περιοδικό έντυπο του Κ.Κ.Ε. Μόρφωση ως μεταφράστρια. 
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία εξήντα πέντε χρόνων με την έκδοση του μυθιστορήματος Λωξάντρα

Τιμήθηκε για το έργο της με το Χρυσό Σταυρό και το Οφφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης (1978). 
Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Η Μαρία Ιορδανίδου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της μεσοπολεμικής περιόδου, ειδικότερα στους λογοτέχνες εκείνους που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό -έργα της με κύριο παράδειγμα τη Λωξάντρα μεταφέρθηκαν και στην τηλεόραση- και αγνοήθηκαν από την κριτική. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου της είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο που κυριαρχεί ολοένα και εντονότερα κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής διαδρομής της, η αμέλειά της για μια συστηματική κατανομή του αφηγηματικού υλικού της και η αμεσότητα, ακρίβεια και φυσικότητα του λόγου της. 



Το βιβλίο της Λωξάντρα μεταφέρθηκε στην τηλεόραση.  Το πρώτο επεισόδιο μπορείτε να το δείτε εδώ.










«Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας. Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε μια πολυκατοικία. Εχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δεν βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος».


Ετσι αρχίζει η Μαρία Ιορδανίδου το βιβλίο της «Η αυλή μας» - το τελευταίο της, που κυκλοφόρησε το 1981 (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»). Οχτώ χρόνια αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 1989 -ακριβώς πριν από 20 χρόνια- έφευγε από τη ζωή, στα 92 της. «Την έζησα αν θέλει ο Θεός τη ζωή μου», γράφει προς το τέλος του ίδιου βιβλίου. «Την έζησα και τη γλέντησα. Γλέντησα ακόμα και τις τραγικές της στιγμές, γιατί η κάθε τραγωδία έχει και την κωμική της πλευρά και αυτή η κωμική της πλευρά δεν μου διέφευγε». 
 Συγγραφέας στα 66 της