Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Δεικτική αντωνυμία: άσκηση

Δευτερόκλιτα επίθετα: Άσκηση (επίθετο - ουσιαστικό)

 

Δευτερόκλιτα επίθετα: Άσκηση


Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Θέατρο =εισαγωγή Γ΄ Γυμνασίου (Ελένη): άσκηση (βρείτε το λάθος)

Θέατρο - εισαγωγή Γ΄ Γυμνασίου (Ελένη): άσκηση (φτιάξτε τις τετράδες)

Άσκηση στην εισαγωγή (τετράδες) 

Θέατρο -εισαγωγή Γ΄ Γυμνασίου: κρεμάλα (άσκηση)

 

Παρακείμενος - υπερσυντέλικος: άσκηση - αρχικά φ, χ, θ

Άσκηση: παρακείμενος-υπερσυντέλικος, αρχικά φ, χ, θ 

Παρακείμενος - υπερσυντέλικος: άσκηση (κουίζ)

Άσκηση: παρακείμενος, υπερσυντέλικος  

Παρακείμενος - υπερσυντέλικος: άσκηση

 

Σχηματισμός αναδιπλασιασμού στον παρακείμενο και υπερσυντέλικο

 

ΕΙΔΟΣ ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΥ

Το ρήμα αρχίζει από …

Είδος αναδιπλασιασμού

παράδειγμα

      Φωνήεν

χρονική αύξηση

λπίζω   λπικα

1 σύμφωνο

ρ,ξ,ψ,ζ

συλλαβική αύξηση (ἐ)

ψαύω →   ψαυκα

ίπτω→   ρριφα

Οποιοδήποτε άλλο σύμφωνο (εκτός από ρ,ξ,ψ,ζ)

επανάληψη αρχικού συμφώνου +ε

πιστεύω →  πεπίστευκα

2 σύμφωνα

1ο=άφωνο (κ,γ,χ,  π,β,φ,  τ,δ,θ)

2ο=υγρό (λ,ρ) ή ένρινο (μ,ν)

επανάληψη αρχικού συμφώνου +ε

γράφω→  γέγραφα

Δεν ισχύει ο πιο πάνω συνδυασμός (άφωνο +υγρό ή ένρινο)

συλλαβική αύξηση (ἐ)

σπουδάζω→  σπούδακα

         3 σύμφωνα

 

Συλλαβική αύξηση (ἐ)

στρατεύω→  στράτευκα

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ -ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΥ

Το θέμα του ρήματος τελειώνει σε…

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΥ

 

φωνήεν –δίφθογγο

-κα

-κειν

λύω → λέλευ-κα,  ἐλελύκειν

χορεύω →  κεχόρευ-κα, ἐκεχορεύκειν

τ, δ, θ, ζ

-κα

-κειν

ἁρμόζω → ἥρμοκα, ἡρμόκειν

κ, γ, χ, ττ/σσ

-χα

-χειν

πράττω → πέπραχα, ἐπεπράχειν

π, β, φ, πτ

-φα

-φειν

βλάπτω → βέβλαφα, ἐβεβλάφειν

γράφω → γέγραφα, ἐγεγράφειν

 

 

Δευτερόκλιτα επίθετα


Α) σε –ος      -ον  (τρικατάληκτα με τρία γένη, δηλαδή κάθε γένος έχει δική του, διαφορετική κατάληξη, -ος το αρσενικό, -η το θηλυκό, -ον το ουδέτερο)

Κάνουν το θηλυκό σε –η  όσα έχουν στο αρσενικό πριν το –ος σύμφωνο [εκτὀς από το –ρ-] (σοφ-ός)

Κατά την κλίση του θηλυκού προσέχω: στην ονομαστική, γενική  και κλητική πληθυντικού τονίζεται όπου τονίζεται και το αρσενικό

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΟΝ.

ὁ σοφός

ἡ σοφή

τό σοφόν

ΓΕΝ.

τοῦ σοφοῦ   

τῆς σοφῆς       

τοῦ σοφοῦ         

ΔΟΤ.

τῷ σοφῷ       

τῇ σοφῇ          

τῷ σοφῷ             

ΑΙΤ.

τόν σοφόν

τήν σοφήν

τό σοφόν

ΚΛΗΤ.

ὦ σοφέ

ὦ σοφή

ὦ σοφόν

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΟΝ.

οἱ σοφοί

αἱ σοφαί

τά σοφά

ΓΕΝ.

τῶν σοφῶν   

τῶν σοφῶν    

τῶν σοφῶν     

ΔΟΤ.

τοῖς σοφοῖς   

ταῖς σοφαῖς   

τοῖς σοφοῖς     

ΑΙΤ.

τούς σοφούς

τάς σοφάς

τά σοφά

ΚΛΗΤ.

ὦ σοφοί

ὦ σοφαί

ὦ σοφά

 

Β) σε –ος      -ον  (τρικατάληκτα με τρία γένη, δηλαδή κάθε γένος έχει δική του, διαφορετική κατάληξη, -ος το αρσενικό, -α το θηλυκό, -ον  το ουδέτερο)

Κάνουν το θηλυκό σε –α (μακρόχρονο) όσα έχουν στο αρσενικό πριν το –ος φωνήεν/δίφθογγο ή το σύμφωνο –ρ- (δίκαι-ος, φαιδρ-ός, δεξι-ός)

 

ὁ δίκαιος, ἡ δικαία, τό δίκαιον   /// ὁ γενναῖος, ἡ γενναία, τό γενναῖον

ὁ φαιδρός, ἡ φαιδρά, τό φαιδρόν  

ὁ δεξιός, ἡ δεξιά, τό δεξιόν /// ὁ ἄγιος, ἡ ἀγία, τό ἄγιον

 

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΟΝ.

ὁ δίκαιος

ἡ δικαία , μακρά η λήγουσα

(όπου τονίζεται η ονομαστική ενικού, τονίζονται όλες οι πτώσεις του ενικού)

τό δίκαιον

ΓΕΝ.

τοῦ δικαίου (μακρά λήγουσα)

τῆς δικαίας

τοῦ δικαίου (μακρά λήγουσα)

ΔΟΤ.

τῷ δικαίῳ (μακρά λήγουσα)

τῇ  δικαίᾳ

τῷ δικαίῳ (μακρά λήγουσα)

ΑΙΤ.

τόν δίκαιον

τήν δικαίαν

τό δίκαιον

ΚΛΗΤ.

ὦ δίκαιε

ὦ δικαία

ὦ δίκαιον

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΟΝ.

οἱ δίκαιοι

αἱ δίκαιαι (όπου τονίζεται και το αρσενικό)

τά δίκαια

ΓΕΝ.

τῶν δικαίων (μακρά λήγουσα)

τῶν δικαίων (όπου τονίζεται και το αρσενικό)

τῶν δικαίων (μακρά λήγουσα)

ΔΟΤ.

τοῖς δικαίοις (μακρά λήγουσα)

ταῖς δικαίαις (μακρά λήγουσα)

τοῖς δικαίοις (μακρά λήγουσα)

ΑΙΤ.

τούς δικαίους (μακρά λήγουσα)

τάς δικαίας (μακρά λήγουσα)

τά δίκαια

ΚΛΗΤ.

ὦ δίκαιοι

ὦ δίκαιαι (όπου τονίζεται και το αρσενικό)

ὦ δίκαια

 

 

Γ) σε   -ος   -ος   -ον (δικατάληκτα με τρία γένη, δηλαδή το αρσενικό και το θηλυκό έχουν την ίδια κατάληξη, -ος, και το αρσενικό μια άλλη κατάληξη, -ον)

Στην κατηγορία ανήκουν 1) τα περισσότερα σύνθετα σε –ος (π.χ. ὁ ἄγονος, ἡ ἄγονος, τό ἄγονον // ὁ ἀθάνατος, ἡ ἀθάνατος, τό ἀθάνατον //  ὁ ἄκαιρος, ἡ ἄκαιρος, τό ἄκαιρον  // ὁ ἔνδοξος, ἡ ἔνδοξος, τό ἔνδοξον

                                                2) μερικά επίθετα σε –ος που χρησιμοποιούνται (στο αρσενικό και θηλυκό) και ως ουσιαστικά (ὁ ἀγωγός, ἡ ἀγωγός, το ἀγωγόν = αυτός που οδηγεί, που φέρνει   //   ὁ βοηθός, ἡ βοηθός, τό βοηθόν // ὁτιμωρός, ἡ τιμωρός, τό τιμωρόν  // ὁ τύραννος, ἡ τύραννος, τό τύραννον)

                                                3) τα απλά επίθετα: αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος(=φθονερός), βέβηλος (=ανόσιος), γαμήλιος (=νυφικός), δόκιμος (=δοκιμασμένος), ἕωλος (=παλιός),ἥμερος, ἤρεμος, ἤσυχος, κίβδηλος (=νόθος, απατηλός), λάβρος, λάλος(=φλύαρος), χέρσος (=έρημος), τιθασός (=εξημερωμένος)

 

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

 

ΟΝ.

ὁ ἔνδοξος

ἡ ἔνδοξος

τό ἔνδοξον

 

ΓΕΝ.

τοῦ ἐνδόξου(μακρά λήγουσα)

τῆς ἐνδόξου (μακρά λήγουσα)

τοῦ ἐνδόξου (μακρά λήγουσα)

 

ΔΟΤ.

τῷ ἐνδόξῳ (μακρά λήγουσα)

τῇ ἐνδόξῳ (μακρά λήγουσα)

τῷ ἐνδόξῳ (μακρά λήγουσα)

 

ΑΙΤ.

τόν ἔνδοξον

τήν ἔνδοξον

τό ἔνδοξον

 

ΚΛΗΤ.

ὦ ἔνδοξε

ὦ ἔνδοξε

ὦ ἔνδοξον

 

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΟΝ.

οἱ ἔνδοξοι

αἱ ἔνδοξοι

τά ἔνδοξα

 

ΓΕΝ.

τῶν ἐνδόξων (μακρά λήγουσα)

τῶν ἐνδόξων (μακρά λήγουσα)

τῶν ἐνδόξων (μακρά λήγουσα)

 

ΔΟΤ.

τοῖς ἐνδόξοις (μακρά λήγουσα)

ταῖς ἐνδόξοις (μακρά λήγουσα)

τοῖς ἐνδόξοις (μακρά λήγουσα)

 

ΑΙΤ.

τούς ἐνδόξους (μακρά λήγουσα)

τάς ἐνδόξους (μακρά λήγουσα)

τά ἔνδοξα

 

ΚΛΗΤ.

ὦ ἔνδοξοι

ὦ ἔνδοξοι

ὦ ἔνδοξα