Α) σε –ος -η -ον (τρικατάληκτα με τρία γένη, δηλαδή κάθε γένος έχει δική του, διαφορετική κατάληξη, -ος το αρσενικό, -η το θηλυκό, -ον το ουδέτερο)
Κάνουν το θηλυκό σε –η όσα έχουν στο αρσενικό πριν το –ος σύμφωνο [εκτὀς από το –ρ-] (σοφ-ός)
Κατά την κλίση του θηλυκού προσέχω: στην ονομαστική, γενική και κλητική πληθυντικού τονίζεται όπου τονίζεται και το αρσενικό
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ |
|||
ΟΝ. |
ὁ σοφός |
ἡ σοφή |
τό σοφόν |
ΓΕΝ. |
τοῦ σοφοῦ ῀ |
τῆς σοφῆς ῀ |
τοῦ σοφοῦ ῀ |
ΔΟΤ. |
τῷ σοφῷ ῀ |
τῇ σοφῇ ῀ |
τῷ σοφῷ ῀ |
ΑΙΤ. |
τόν σοφόν |
τήν σοφήν |
τό σοφόν |
ΚΛΗΤ. |
ὦ σοφέ |
ὦ σοφή |
ὦ σοφόν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ |
|||
ΟΝ. |
οἱ σοφοί |
αἱ σοφαί |
τά σοφά |
ΓΕΝ. |
τῶν σοφῶν ῀ |
τῶν σοφῶν ῀ |
τῶν σοφῶν ῀ |
ΔΟΤ. |
τοῖς σοφοῖς ῀ |
ταῖς σοφαῖς ῀ |
τοῖς σοφοῖς ῀ |
ΑΙΤ. |
τούς σοφούς |
τάς σοφάς |
τά σοφά |
ΚΛΗΤ. |
ὦ σοφοί |
ὦ σοφαί |
ὦ σοφά |
Β) σε –ος -α -ον (τρικατάληκτα με τρία γένη, δηλαδή κάθε γένος έχει δική του, διαφορετική κατάληξη, -ος το αρσενικό, -α το θηλυκό, -ον το ουδέτερο)
Κάνουν το θηλυκό σε –α (μακρόχρονο) όσα έχουν στο αρσενικό πριν το –ος φωνήεν/δίφθογγο ή το σύμφωνο –ρ- (δίκαι-ος, φαιδρ-ός, δεξι-ός)
ὁ δίκαιος, ἡ δικαία, τό δίκαιον /// ὁ γενναῖος, ἡ γενναία, τό γενναῖον
ὁ φαιδρός, ἡ φαιδρά, τό φαιδρόν
ὁ δεξιός, ἡ δεξιά, τό δεξιόν /// ὁ ἄγιος, ἡ ἀγία, τό ἄγιον
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ |
|||
ΟΝ. |
ὁ δίκαιος |
ἡ δικαία , μακρά η λήγουσα (όπου τονίζεται η ονομαστική ενικού, τονίζονται όλες οι πτώσεις του ενικού) |
τό δίκαιον |
ΓΕΝ. |
τοῦ δικαίου (μακρά λήγουσα) |
τῆς δικαίας |
τοῦ δικαίου (μακρά λήγουσα) |
ΔΟΤ. |
τῷ δικαίῳ (μακρά λήγουσα) |
τῇ δικαίᾳ |
τῷ δικαίῳ (μακρά λήγουσα) |
ΑΙΤ. |
τόν δίκαιον |
τήν δικαίαν |
τό δίκαιον |
ΚΛΗΤ. |
ὦ δίκαιε |
ὦ δικαία |
ὦ δίκαιον |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ |
|||
ΟΝ. |
οἱ δίκαιοι |
αἱ δίκαιαι (όπου τονίζεται και το αρσενικό) |
τά δίκαια |
ΓΕΝ. |
τῶν δικαίων (μακρά λήγουσα) |
τῶν δικαίων (όπου τονίζεται και το αρσενικό) |
τῶν δικαίων (μακρά λήγουσα) |
ΔΟΤ. |
τοῖς δικαίοις (μακρά λήγουσα) |
ταῖς δικαίαις (μακρά λήγουσα) |
τοῖς δικαίοις (μακρά λήγουσα) |
ΑΙΤ. |
τούς δικαίους (μακρά λήγουσα) |
τάς δικαίας (μακρά λήγουσα) |
τά δίκαια |
ΚΛΗΤ. |
ὦ δίκαιοι |
ὦ δίκαιαι (όπου τονίζεται και το αρσενικό) |
ὦ δίκαια |
Γ) σε -ος -ος -ον (δικατάληκτα με τρία γένη, δηλαδή το αρσενικό και το θηλυκό έχουν την ίδια κατάληξη, -ος, και το αρσενικό μια άλλη κατάληξη, -ον)
Στην κατηγορία ανήκουν 1) τα περισσότερα σύνθετα σε –ος (π.χ. ὁ ἄγονος, ἡ ἄγονος, τό ἄγονον // ὁ ἀθάνατος, ἡ ἀθάνατος, τό ἀθάνατον // ὁ ἄκαιρος, ἡ ἄκαιρος, τό ἄκαιρον // ὁ ἔνδοξος, ἡ ἔνδοξος, τό ἔνδοξον
2) μερικά επίθετα σε –ος που χρησιμοποιούνται (στο αρσενικό και θηλυκό) και ως ουσιαστικά (ὁ ἀγωγός, ἡ ἀγωγός, το ἀγωγόν = αυτός που οδηγεί, που φέρνει // ὁ βοηθός, ἡ βοηθός, τό βοηθόν // ὁτιμωρός, ἡ τιμωρός, τό τιμωρόν // ὁ τύραννος, ἡ τύραννος, τό τύραννον)
3) τα απλά επίθετα: αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος(=φθονερός), βέβηλος (=ανόσιος), γαμήλιος (=νυφικός), δόκιμος (=δοκιμασμένος), ἕωλος (=παλιός),ἥμερος, ἤρεμος, ἤσυχος, κίβδηλος (=νόθος, απατηλός), λάβρος, λάλος(=φλύαρος), χέρσος (=έρημος), τιθασός (=εξημερωμένος)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ |
|
||||
ΟΝ. |
ὁ ἔνδοξος |
ἡ ἔνδοξος |
τό ἔνδοξον |
|
|
ΓΕΝ. |
τοῦ ἐνδόξου(μακρά λήγουσα) |
τῆς ἐνδόξου (μακρά λήγουσα) |
τοῦ ἐνδόξου (μακρά λήγουσα) |
|
|
ΔΟΤ. |
τῷ ἐνδόξῳ (μακρά λήγουσα) |
τῇ ἐνδόξῳ (μακρά λήγουσα) |
τῷ ἐνδόξῳ (μακρά λήγουσα) |
|
|
ΑΙΤ. |
τόν ἔνδοξον |
τήν ἔνδοξον |
τό ἔνδοξον |
|
|
ΚΛΗΤ. |
ὦ ἔνδοξε |
ὦ ἔνδοξε |
ὦ ἔνδοξον |
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ |
|||||
ΟΝ. |
οἱ ἔνδοξοι |
αἱ ἔνδοξοι |
τά ἔνδοξα |
|
|
ΓΕΝ. |
τῶν ἐνδόξων (μακρά λήγουσα) |
τῶν ἐνδόξων (μακρά λήγουσα) |
τῶν ἐνδόξων (μακρά λήγουσα) |
|
|
ΔΟΤ. |
τοῖς ἐνδόξοις (μακρά λήγουσα) |
ταῖς ἐνδόξοις (μακρά λήγουσα) |
τοῖς ἐνδόξοις (μακρά λήγουσα) |
|
|
ΑΙΤ. |
τούς ἐνδόξους (μακρά λήγουσα) |
τάς ἐνδόξους (μακρά λήγουσα) |
τά ἔνδοξα |
|
|
ΚΛΗΤ. |
ὦ ἔνδοξοι |
ὦ ἔνδοξοι |
ὦ ἔνδοξα |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου